- πυρινόθριξ
- πῠρῐνόθριξ, ὁ, ἡ, gen. τρῐχος,A with fiery hair, PMag.Par.1.636.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρινόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό θριξ, πυρρό θριξ] … Dictionary of Greek
πυρινότριχα — πυρινόθριξ with fiery hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)